- αξεκόλλητος
- -η, -οαυτός που δεν ξεκόλλησε: Τα χαρτιά βρίσκονταν ακόμη στους τοίχους αξεκόλλητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξεκόλλητος — η, ο αυτός που δεν ξεκόλλησε από κάτι ή που δεν είναι δυνατόν να ξεκολλήσει, αναπόσπαστος … Dictionary of Greek
αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)